χαλκέμβολος

χαλκέμβολος
-ον, και ποιητ. τ. θηλ. χαλκεμβολάς, -άδος, Α
1. (για πολεμικό άρμα και πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο (α. «χαλκέμβολοι ἀπῆναι», Δίον. Αλ.
β. «μακρᾷ νηϊ και χαλκεμβόλῳ», Πλούτ.
γ. «ναῶν χαλκεμβολάδων», Ευ ρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκέμβολος
πολεμικό πλοίο με χάλκινο έμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. χρυσ-έμβολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκέμβολον — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem acc sg χαλκέμβολος with brazen beak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεμβολάδων — χαλκέμβολος with brazen beak fem gen pl χαλκεμβολάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεμβόλοις — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεμβόλους — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεμβόλων — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεμβόλῳ — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκέμβολοι — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεμβολάς — άδος, ἡ, Α βλ. χαλκέμβολος …   Dictionary of Greek

  • χαλκεμβόλωι — χαλκεμβόλῳ , χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”