- χαλκέμβολος
- -ον, και ποιητ. τ. θηλ. χαλκεμβολάς, -άδος, Α1. (για πολεμικό άρμα και πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο (α. «χαλκέμβολοι ἀπῆναι», Δίον. Αλ.β. «μακρᾷ νηϊ και χαλκεμβόλῳ», Πλούτ.γ. «ναῶν χαλκεμβολάδων», Ευ ρ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκέμβολοςπολεμικό πλοίο με χάλκινο έμβολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. χρυσ-έμβολος].
Dictionary of Greek. 2013.